ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ


Γιατί αγαπήσαμε τη Λάστρο

Ήτανε Θέ μου μία φορά, τρεις νέοι, τρεις φίλοι, τρία παιδιά. Τρεις φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αρχές της δεκαετίας του ΄70.
Ο Γιάννης ο Μοσχολιός από τη Σητεία, ο Γιάννης ο υπογράφων και ο Σταύρος. Τρεις φίλοι γεμάτοι όνειρα, ελπίδες και αισιοδοξία για το μέλλον.
Εκείνα τα ξένοιαστα και ανέμελα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα, βρήκαμε στο πρόσωπο του Μοσχολιού του κρητικού, τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, τον φίλο που ζούσε με πάθος τη ζωή, που άνοιγε την καρδιά του για όλο τον κόσμο και όταν μιλούσε, μας θύμιζε τον Ερωτόκριτο.
Με το πτυχίο πλέον στα χέρια, πήραμε διαφορετικούς δρόμους, χωρίς όμως να ξεχάσουμε ο ένας τον άλλον. Ο Μοσχολιός στην Εφορία της Σητείας, ο Σταύρος Γενικός Διευθυντής στην Τράπεζα Πειραιώς και ο υπογράφων, στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Ποιός θα το πίστευε τότε, ότι οι δύο Γιάννηδες, μετά από 30 χρόνια παντρεμένοι και με δυό κοπέλια ο καθένας, θα πίναμε ρακές, στη Λάστρο της Σητείας, στο καφενείο στση Μαρίκας;
Ένιωσα πολλές φορές την ανάγκη να εξηγήσω τους λόγους που με έκαναν ν' αγαπήσω τη Λάστρο, να εξηγήσω πως νιώθω και εγώ και η οικογένειά μου σα Λαστριανοί, μέσα σε τόσους φίλους. Να εξηγήσω πόσο ωραία νιώθουμε στη Λάστρο, ιδίως το Πάσχα, να θέλω και ΄γω να ψάλλω τα Εγκώμια στον Επιτάφιο, σ΄αυτή την όμορφη εκκλησία, δίπλα στον Ζάχο τον Τερζάκη και τον Νίκο τον Πετράκη.
Ν΄ακλουθώ και ΄γω τον Επιτάφιο στις ανηφοριές και κατηφοριές του χωριού και σε κάθε γειτονιά να μας κερνούν μιά ουλιά ρακί, όπως το έθιμο το καλεί και να εύχομαι…και του χρόνου !!!
Να θέλω και ΄γω να κουβαλήσω τ΄αχινοπόδια για τη φουνάρα, να κάψουμε τον Ιούδα και να διώξουμε το κακό απ΄το χωριό και συνάμα να μη χαθεί αυτό το φαντασμαγορικό έθιμο, της Μεγάλης Βδομάδας, που καλά κρατεί τόσα χρόνια τώρα.
Να μη χαθεί τίποτα από τα ήθη και τα έθιμα, όπως τα είχα γνωρίσει το 1976, όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκα τη Λάστρο.
Θυμάμαι τότε, πως με χαιρετούσαν όλοι στο χωριό, όσοι με έβλεπαν δίπλα στο Μοσχολιό και μου έλεγαν … αφού είσαι φίλος του Μοσχολιού είσαι και δικός μας φίλος … Και χωρίς να προλάβω να πω άλλη κουβέντα, με κερνούσαν μία ρακί για το καλωσόρισμα και τη γνωριμία, χαρακτηριστικό στοιχείο της κρητικής φιλοξενίας.
Θα μου μείνει αξέχαστη η πρώτη επίσκεψη στη Λάστρο. Θυμάμαι μέχρι να φτάσουμε στην άλλη άκρη του χωριού, είχα πιεί πολλές ρακές, εγώ που έπινα μόνο πορτοκαλάδα και με τις ευχές και το καλωσόρισμα, έβλεπα τη Λάστρο πολύ μεγαλύτερη και με διπλάσιους κατοίκους.
Καταλήξαμε στο καφενείο στση Μαρίκας. Αυτός ο χώρος, Μουσείο της Λαογραφίας και της νεότερης ιστορίας της Λάστρου, με πλημμύρισε συγκίνηση, με την κάθε φωτογραφία στο τοίχο να διηγείται τη δική της ιστορία.
"Τα όμορφα λουλούδια της Λάστρου … 1935", "Στο Τριόδι… 1939", "Εκδρομή το….. 1926". Ανεκτίμητης αξίας αυτές οι φωτογραφίες που κοσμούν το μικρό και συμπαθέστατο τούτο καφενείο.
Όταν τις θωρείς, γυρνάς το χρόνο πίσω και συλλογάσαι. Όσο δύσκολα και νάταν εκείνα τα χρόνια, είχαν τη δική τους αγνότητα και ομορφιά.


Στους Καλογέρους

Στην αρχή νόμιζα ότι θα πηγαίναμε σε Μοναστήρι. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι ήρθαμε στο φυσικό κόσμο του Μοσχολιού. Ήταν οι κήποι της Εδέμ, με την πλούσια βλάστηση όπου η μοναξιά στο μέρος αυτό, είναι ευτυχία. Ακούγοντας τόσες ιστορίες για τα καζανέματα, με τη ρακί να ρέει άφθονη και ν΄αναρωτιέσαι, μήπως ο Θεός Διόνυσος κατοικεί πλέον στην Κρήτη;
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να βρεθώ και ΄γω σ' ένα τέτοιο πανηγύρι, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερα μέχρι τώρα. Ίσως ο Διόνυσος, να μην με θεωρεί ακόμη ψυχικά εξαγνισμένο και αρκετά εξοικειωμένο με τη ρακί, για να συμμετάσχω και να γίνω μέλος της παρέας.
Στους Καλογέρους έμαθα πώς βγαίνει η ρακί και για το περίφημο ρακολούλουδο, την αγκινάρα.
Δίπλα μας πετούσαν κοτσυφοί και μία νυφίτσα τάραζε τους θάμνους κάτω από τις πορτοκαλιές. Πάνω στον ουρανό πετούσαν γεράκια και τα κοράκια μας κράζανε, κυρίως εμένα, σαν να μου έλεγαν "Ήντα θες εσύ επαέ ! ".
Όλο αυτό το σκηνικό συνοδευόταν από την συναυλία των αφορδακών (βατράχων), όπως έμαθα πλέον να τους αποκαλώ. Τότε ο "συμφοιτητής μου" πήρε μια χούφτα χώμα και μου είπε:
"Φίλε μου. Να! Αυτό είναι το πτυχίο για μένα. Η γη της Κρήτης, η γη της Λάστρου !!". Και είχε δίκιο, αυτό το χώμα ήταν δικό τους, απ' αυτό το χώμα έζησε τόσα χρόνια η Λάστρος. Αυτό το όμορφο χωριό που φαίνεται σκαρφαλωμένο πάνω στο βράχο και τα σπίτια δίπλα-δίπλα το ένα με τ΄άλλο, σφιχταγκαλιασμένα και αγαπημένα, για να μην πέσουν από το βράχο.


Επιστροφή στη Λάστρο

Κράτησα στη σκέψη μου αυτές τις εικόνες, σα ζωγραφιές με έντονα χρώματα. Μέσα σ' αυτά τα χρώματα, τ' αρώματα της φύσης και τις ιστορίες, αναρωτήθηκα, πότε θα βρεθώ σε μία ρακοσύναξη και να δοκιμάσω και γω τις αντοχές μου ; Να βγουν από μέσα μου οι αναστολές, να φωνάξω δυνατά, να μεθύσω με τ΄ αρώματα και τις ιστορίες!!!
Πέρασε καιρός από τότε, χωρίς να χαθεί η επικοινωνία με το φίλο μου και το 1989, η τύχη με έφερε ξανά στην Κρήτη, υπεύθυνο για το ΜΟΠ Κρήτης.
Τότε οι τρεις φίλοι ανασυνταχθήκαμε και κάναμε τον απολογισμό μας, όπως θα έγραφε και ο Καζαντζάκης. Ξεκίνησε μια νέα πορεία με τους δυο φίλους, τους Γιάννηδες να τα λέμε στη Σητεία.
Κάθε γωνιά της Κρήτης είναι όμορφη, το ίδιο και η Σητεία. Μια σύγχρονη πόλη χωρίς να στερεί τίποτε σ΄ έναν επισκέπτη. Όμως η Σητεία δεν μαγεύει. Πάλεψαν μέσα μου η Σητεία και η Λάστρος και νίκησε η Λάστρος και ο κόσμος της !!!
Έτσι πιστεύω να πάλευε και μέσα στη σκέψη του φίλου μου, η ιδέα για τη επιστροφή. Και πήρε τη μεγάλη απόφαση! Ξανά στη Λάστρο.
Για μένα ξαναζωντάνεψαν οι όμορφες εικόνες από το παρελθόν.
Βρήκα το καφενείο όπως το είχα αφήσει, με την κυρά Μαρίκα πάντα κεφάτη με τα εύστοχα πονηρά πειράγματά της και οι φωτογραφίες στον τοίχο να έχουν παλιώσει κατά 30 χρόνια ακόμη!


Οι ρακοσυνάξεις

Σαν κάθομαι στο μικρό μπαλκονάκι, στο σπίτι του Μοσχολιού και της Μάρως και ξανοίγω το βουνό, όλο και κάποιος θα περάσει από το στενό δρομάκι και πάντα θάχει ένα καλό λόγο για να πεί. Αν όμως τύχει νάναι και ο Μοσχολιός στο μπαλκόνι, τότε θ' ακούσει τα εφευρετικά πειράγματά του και στη συνέχεια την πρόσκληση για μια ρακί. Αυτό συνήθως είναι η αρχή μέχρι να συγκεντρωθεί η παρέα, ο ένας μετά τον άλλον, στο καφενείο. Όταν υπάρξει πλήρης απαρτία των μελών της παρέας θα καθαριστούν τα ρακολούλουδα και κάποιος θα στύψει το απαραίτητο λεμόνι. Ακολουθούν τα φρέσκα και τρυφερά κουκιά, με τις ψιλές ελιές. Τότε έρχεται και η κυρα-Μαρίκα με τη ρακί συνοδεύοντάς τη με "τα υπονοούμενά τση". Νοιώθω υπέροχα όταν βρίσκομαι σε τέτοιες ρακοσυνάξεις, γίνομαι και ΄γω μέρος της παρέας και βάζω τα δυνατά μου ν΄αντέξω τη ρακοποσία. Στη Λάστρο όλοι είναι μια μεγάλη οικογένεια και γελούν και χαίρονται σαν μικρά παιδιά, σαν να υπάρχει πάντα μια συνεχής Άνοιξη. Ανεξάντλητοι με τα πειράγματά τους, που δεν ενοχλούν κανέναν, γιατί όλοι γνωρίζονται τόσο καλά μεταξύ τους. Το πρόβλημα του καθενός είναι πρόβλημα για όλους και η χαρά όλων είναι χαρά για τον καθένα. Με την απλότητα της σκέψης τους χαίρονται τη ζωή. Έχουν τον τρόπο να παρουσιάζουν με χιούμορ σοβαρά και σημαντικά θέματα της κοινωνίας και τα απλά θέματα της καθημερινότητας να κυριαρχούν στη συζήτηση της παρέας. Οι ειδήσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα, εξ άλλου ότι και να συμβεί στον κόσμο, στη Λάστρο δεν θ΄αλλάξει τίποτα και δεν πρέπει ν΄ αλλάξει τίποτα. Σε κάθε ποτηράκι και μία ευχή : "Νάμαστε καλά να συναντιόμαστε! Να ζήσουμε πολλά χρόνια, για να μας χαίρονται !!!"


Πάσχα στη Λάστρο

Βρέθηκα ξανά το Πάσχα του 2006, στο όμορφο καφενείο και αναλογιζόμουν ότι πριν 30 χρόνια, καθόμουν στο ίδιο σημείο και έβλεπα τις ίδιες εικόνες, λες και ο χρόνος πέρασε δίπλα του και δεν το άγγιξε.
Όλα στη θέση τους, όπως τα γνώρισα το 1976. Το τηλέφωνο στο ίδιο σημείο, τα ποτήρια στην ίδια θέση, καθώς και ο πίνακας ανακοινώσεων για τους αγρότες. Μόνο η τηλεόραση πήρε τη θέση του ραδιοφώνου.
Μόνο τση Μαρίκας τ' άσπρα μαλλιά, προδίδουν το πέρασμα του χρόνου.
Αυτή η ευλογία των Λαστριανών να ανταμώνουν, να γλεντούν ακούραστα και να χαίρονται σαν από ένστικτο, τη διαπίστωσα έντονα εκείνο το Πάσχα.
Σε κάθε γειτονιά από το πρωί ανήμερα είχε στηθεί ένα μικρό γλέντι, με τη νεολαία να έχει το πρώτο λόγο.
Μετά το μεσημέρι μια αόρατη δύναμη λες και οδηγούσε τον κόσμο προς το Τριόδι. Μέσα στο στενό δρομάκι, σε μια μικρή αυλή στήνονται τα πρώτα τραπέζια και οι πρώτοι που καταφθάνουν παίρνουν θέση. Οι νοικοκυρές φέρνουν ψητά, μεζέδες, κρασί και βεβαίως τη ρακί και το κέφι ξεκινά με την πρώτη κιθάρα.
Κατά καλή μας τύχη προβάλει από το Τριόδι ο Ζάχος ο Τερζάκης με το μαντολίνο ανά χείρας, προερχόμενος από άλλο γλέντι.
Έκδηλος ο ενθουσιασμός της παρέας για τον σπουδαίο αυτόν καλλιτέχνη και φίλο από τη Λάστρο. Ήταν η αρχή ενός μεγάλου γλεντιού.
Θεωρώ τύχη που βρέθηκα σε ένα τέτοιο ξεφάντωμα. Πάνω στο κέφι κάποιος είχε την ιδέα να τραγουδήσουμε Μαρκόπουλο και να του το αφιερώσουμε τηλεφωνικά. Η παρέα ακούραστη, συνέχισε το γλέντι στο κτίριο του Συλλόγου μέχρι αργά τις πρωινές ώρες.
Ποιός ξέρει μετά από πολλά χρόνια, κάποια φωτογραφία, ψηφιακή ή κάτι άλλο, να γράφει: "Πάσχα στη Λάστρο το…….. 2006",
Γύρω όλοι οι Λαστριανοί και φίλοι να τραγουδούν, να πίνουν ρακί και να χορεύουν.
Να γιατί αγαπήσαμε τη Κρήτη και τους Κρητικούς, τη Λάστρο και τους Λαστριανούς.

Αθήνα 2006

Γιάννης Τασιόπουλος


tasiopoulos@lastros.net
tasiopoulos@lastros.net